- χλομιάζω
- και παλ. γρφ. χλωμιάζω Ν [χλομός /χλωμός]1. γίνομαι χλομός, χάνω το χρώμα μου, ωχριώ («χλόμιασε από τον φόβο του»)2. (για φυτό) μαραίνομαι, κιτρινίζω3. μτφ. χάνω το θάρρος μου, δειλιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χλομιάζω — και χλομιαίνω χλόμιασα, χλομιασμένος 1. γίνομαι χλομός, χάνω το χρώμα μου: Μόλις έμαθε ότι απότυχε στις εξετάσεις, έπεσε κάτω χλομιασμένη. 2. για τα φυτά, μαραίνομαι, κιτρινίζω. 3. δειλιάζω, λιγοψυχώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαφροχλομιάζω — χλομιάζω λίγο, χάνω λίγο το χρώμα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + χλομιάζω] … Dictionary of Greek
χλόμιασμα — και παλ. γρφ. χλώμιασμα, το, Ν [χλομιάζω /χλωμιάζω] το αποτέλεσμα τού χλομιάζω … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
κιτρινοφυλλιάζω — 1. (για δέντρο) κιτρινίζουν τα φύλλα μου, μαραίνονται τα φύλλα μου 2. (για πρόσ.) χλομιάζω … Dictionary of Greek
νεκρώνω — (ΑΜ νεκρῶ, όω, Μ και νεκρώνω) [νεκρός] 1. επιφέρω παύση τών λειτουργιών τής ζωής, προκαλώ θάνατο, θανατώνω («οὐ κατενόησε τὸ ἑαυτοῡ σῶμα ἤδη νενεκρωμένον», ΚΔ) 2. αμβλύνω τις αισθήσεις, παραλύω, ναρκώνω, απονεκρώνω («νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ … Dictionary of Greek
πανιάζω — και παννιάζω [παν(ν)ί] 1. γίνομαι άσπρος σαν πανί, χάνω το χρώμα μου από υπερβολικό φόβο ή από συγκίνηση, χλομιάζω 2. αποκτώ πανάδες στο δέρμα μου 3. (για τρόφιμα) χάνω τη φρεσκάδα μου, μπαγιατεύω, μουχλιάζω 4. (για φυτά) μαραίνομαι («πάνιασαν τα … Dictionary of Greek
συνωχριώ — άω, Μ [ὠχριῶ] ωχριώ, χλομιάζω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
υποπελιάζω — Α [ὑποπέλιος] ιατρ. χλομιάζω ελαφρώς … Dictionary of Greek
χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… … Dictionary of Greek